του Δημήτρη Γ. Χρηστάκη[i]
Σήμερα, όλα τα τεχνήματα που ικανοποιούν τις ζωτικές μας ανάγκες γίνονται, έμμεσα ή άμεσα, με ηλεκτροκίνητα μηχανήματα, με τα οποία συμπληρώνουμε τη φύση για να κοινωνήσουμε μέσα σ’ αυτήν. Με αυτά παράγεται η τροφή, το ντύσιμο, η στέγαση, η παιδεία, η υγεία και όλες οι κοινωνικές λειτουργίες των λεγόμενων ανεπτυγμένων χωρών και όχι μόνο. Συνιστά επίσης δείκτη ευμάρειας η λειτουργία φτηνών και εύχρηστων ηλεκτρικών μέσων μαζικής μεταφοράς, έναντι της κλασικής αυτοκίνησης με υδρογονάνθρακες.
Έτσι η ενεργειακή αγορά αλλάζει και οι παραδοσιακές τεχνολογίες της καύσης για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας και των μεταφορών τείνει να μειωθεί δραστικά και να εκλείψει τις επόμενες δεκαετίες. Χωρίς την ηλεκτρική ενέργεια κάθε κοινωνικός σχηματισμός καταρρέει με απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, στο βιοτικό επίπεδο, ακόμη και σε αυτοσεβασμό.
Η ισχυροποίηση μιας κοινωνίας και κάθε τάξης ανθρώπων, σήμερα πια, εξαρτάται άμεσα από τον έλεγχο της αγοράς της Ενέργειας, η οποία διεισδύει πολλαπλασιαστικά σε όλες τις αγορές υπηρεσιών, πόρων και κάθε είδους αγαθών. Είναι, λοιπόν, ζωτική ανάγκη ο έλεγχος, η κυριαρχία και η ένταξη στον κοινωνικό ιστό του συστήματος ηλεκτροδότησης με όλες τις πολιτικές, πολιτισμικές, ιστορικές και οικονομικές διαστάσεις που οδηγούν στις τεχνολογίες που δομούν τον κοινωνικό ιστό.
Στην Κρήτη, μια περιφέρεια που βίωσε τις μικρότερες επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα, λειτουργούν σήμερα κινητήριες μηχανές συνολικής ισχύος περίπου 55 εκατομμυρίων αλόγων, από τις οποίες μόνο ενός εκατομμύριου αλόγων μηχανές παράγουν ηλεκτρική ενέργεια. Ο κάθε Κρητικός δηλαδή απασχολεί περίπου 2 άλογα για όλες τις ανάγκες μας σε τροφή, νερό, κλιματισμό, επικοινωνίες κλπ. Και περίπου 80 άλογα κατά μέσον όρο για την μετακίνησή του, από τα οποία τα περίπου 70 σε ΙΧ αυτοκίνητα. Το 99% του συνόλου αυτών των κινητήρων καίει προϊόντα πετρελαίου και μόνο το 1% του συνόλου των μηχανών κινείται από ντόπιες πηγές, όπως ο άνεμος και ο ήλιος, ενώ η ισχύς της ηλεκτροπαραγωγής της Κρήτης είναι όση εκείνη των δίκυκλων διανομής καφέδων και φαγητού. Περίπου τα ίδια ισχύουν σε όλη χώρα με την ισχύ της ηλεκτροπαραγωγής ανά κάτοικο να είναι η μισή από αυτή στο νησί μας.
Η Κρήτη όμως -όπως και η υπόλοιπη νησιωτική Ελλάδα- έχει το ‘προνόμιο’ να παράγει την ηλεκτρική της ενέργεια από εισαγόμενους πανάκριβους και ελεγχόμενους από τρίτους, υδρογονάνθρακες. Αυτό το ‘προνόμιο’ την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη στην προοπτική της απελευθέρωσης της αγοράς της ενέργειας. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη φάση, εν μέσω οικονομικής ύφεσης και γεωπολιτικών αναταραχών, είναι θέμα εθνικής στρατηγικής σημασίας η ενεργειακή επάρκεια της Κρήτης και των ελληνικών νησιών να στηρίζεται σε δικούς τους και όχι σε εισαγόμενους φυσικούς και ανθρωπογενείς πόρους.
Για τον σκοπό αυτό, οι τεχνολογίες της Αιολικής Ενέργειας και της αποθήκευσης της Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Αντλησιοταμιευτήρες είναι μονόδρομος. Και κάθε άλλη επιλογή αποδεικνύεται οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά επισφαλής και επιζήμια, όποιο μανδύα προοδευτικότητας και προστασίας του περιβάλλοντος κι αν φορέσει.
Στην Κρήτη βρίσκεται σε εξέλιξη ένα τέτοιο υβριδικό σύστημα ηλεκτροπαραγωγής με τον αντλησιοταμιευτήρα στο Αμάρι του Ρεθύμνου και την αιολική ισχύ στη Σητεία. Είναι ένα πρωτοποριακό έργο για την Κρήτη αλλά και διεθνώς, τόσο ως προς την σύνθεση όσο και ως προς το μέγεθός του. Η ολοκλήρωσή του θα σημάνει μια νέα εποχή στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής με κοινωνικά και οικονομικά οφέλη για το νησί.
Είναι επιτακτικό, να μετρήσουμε το κοινωνικό και οικονομικό κόστος από την επιλογή τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής, οι οποίες βαθαίνουν την εξάρτηση της οικονομίας μας και της κοινωνίας μας. Η επιμονή μας να εξαρτάμε την ηλεκτρική ισχύ του νησιού μας από ένα καλώδιο και τον όποιο πάροχο υδρογονανθράκων οδηγεί μόνο στον κοινωνικό μαρασμό και στην οικονομική ύφεση.
Η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, από
ντόπιες ΑΠΕ και ντόπιο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, για την κάλυψη των
ζωτικών αναγκών μας και το σταδιακό πέρασμα της αυτοκίνησης στον δικό μας
ηλεκτρισμό είναι μονόδρομος, αν θέλουμε ένα μέλλον για μας και τα παιδιά μας σ’
αυτόν τον τόπο. Η διασύνδεση της Κρήτης, ως τεχνική υποδομή είναι θετική
προοπτική όσο δεν δημιουργεί εξαρτήσεις.
[i] Ο Δημήτρης Γ. Χρηστάκης είναι καθηγητής στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο.